- παράς
- Ασημένιο οθωμανικό νόμισμα, που πρωτοκυκλοφόρησε το 1623. Αρχικά περιείχε 1,1 γραμμάρια ασήμι. Από τα τέλη του 17ου αι. εξελίχθηκε σε βασική νομισματική μονάδα, ίση με 1/4 του πιάστρου. Στα μέσα του 19ου αι., η περιεκτικότητά του σε ασήμι μειώθηκε σε 0,09 γραμμάρια.
Από το 1930 και μετά, ο π. χρησιμοποιείται στην Τουρκία ως λογιστική μονάδα και είναι ίσος με 1/40 του κορούς.
Με την ίδια ονομασία αναφέρονται ένα ασημένιο νόμισμα του χανάτου της Κριμαίας (17ος αι.), ένα χάλκινο νόμισμα που έκοβε η Ρωσία στο διάστημα 1771-74 για τη Μολδαβία και τη Βλαχία, και ένα νόμισμα της πρώην Γιουγκοσλαβίας, ίσο με το 1/100 του δηναρίου.
* * *ο1. το κατώτατο σε αξία τουρκικό νόμισμα, ίσο προς το 1/40 τού γροσίου, δηλ. το 1/4000 τής τουρκικής λίρας, το οποίο μέχρι τα μέσα τού περασμένου αιώνα κυκλοφορούσε ως χάλκινο κέρμα, από τότε όμως υπάρχει μόνο ως λογιστική υποδιαίρεση2. (συνεκδ. και ιδίως στον πληθ.) οι παράδεςχρήματα, λεφτά, περιουσίαφρ. α) «βγάζει παράδες» — κερδίζει πολλάβ) «δεν έχει παράδες» — είναι φτωχόςγ) «τόν έχει τον παρά» — είναι πλούσιοςδ) «βρίσκεται με παράδες» — έχει αρκετά χρήματαε) «θέλει νύφη με παράδες» — θέλει νύφη με αρκετή προίκαστ) «λυπάται τον παρά» — είναι τσιγγούνηςζ) «παράς με ουρά» — πολύς πλούτοςη) «δεν αξίζει [ή δεν κάνει] έναν παρά»μτφ., i) (για πρόσ.) είναι εντελώς ανάξιοςii) (για πράγμα) είναι ευτελέστατοςθ) «δεν δίνω έναν παρά» — αδιαφορώ τελείως για κάτιι) «τόν έκανε ενού παρά [ή τριών ή πέντε παράδων]» — τόν κατεξευτέλισε βρίζοντας ή επιτιμώντας τονια) «δέκα στον παρά» — λέγεται για ανθρώπους ή πράγματα ευτελέσταταιβ) «έχει τον παρά μέσα του»(για αγοραζόμενο πράγμα) αξίζει πραγματικά όσο αγοράστηκε, η ποιότητά του είναι πολύ καλή και δικαιολογεί την τιμή του3) παροιμ. α) «έχεις παράδες, σού κάνουν τεμενάδες» — εάν είσαι πλούσιος σέ υπολογίζουν και σέ σέβονταιβ) «για τον παρά κολάζεσαι, με τον παρά κι αγιάζεις» — για να αποκτήσεις πλούτο μετέρχεσαι κάθε μέσο, θεμιτό ή αθέμιτο, αλλά και με τον πλούτο αγοράζεις και τον εξαγνισμό σου»γ) «με τον παρά μου... και την κυρά μου» — όταν έχεις χρήματα, σού είναι εύκολο το καθετί.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. para].
Dictionary of Greek. 2013.